- ρουλέτα
- η, Ν1. είδος τυχερού παιχνιδιού στο οποίο εκείνος που κερδίζει καθορίζεται από το σταμάτημα μιας μπίλιας σε ένα από τα 37 ή 38 αριθμημένα φατνώματα ενός περιστρεφόμενου, σε κατακόρυφο άξονα, δίσκου, αλλ. ρολίνα2. φρ. «ρωσική ρουλέτα»α) τολμηρό παιχνίδι κατά το οποίο ο παίκτης έχει στραμμένη στον κρόταφό του την κάννη εξάσφαιρου περιστρόφου στον μύλο τού οποίου έχει τοποθετηθεί ένα μόνο φυσίγγιο σε μια από τις θαλάμες του και πιέζει τη σκανδάλη, χωρίς να ξέρει αν το περίστροφο θα εκπυρσοκροτήσειβ) πολύ ριψοκίνδυνη ενέργεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. roulette < αρχ. γαλλ. roelete υποκορ. τού roelle «μικρή ρόδα» < λατ. rota «ρόδα»].
Dictionary of Greek. 2013.